- τραχηλιάζω
- Μ [τράχηλος]τραχηλιῶ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
разгордеваюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} 1) исполняюсь гордости, горжусь (3 Макк. 3, 8); 2)… … Словарь церковнославянского языка
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
τραχηλιαστής — ὁ, Μ [τραχηλιάζω] 1. αυτός που έχει τον τράχηλό του τεντωμένο προς τα επάνω και προς τα πίσω 2. (κατ επέκτ.) α) περήφανος β) (με αρνητική σημ.) θρασύς, αναιδής, απειθάρχητος … Dictionary of Greek